πυκνοτέρων

πυκνοτέρων
πυκνός
close
fem gen comp pl
πυκνός
close
masc/neut gen comp pl
πυκνος
with pointed bottom
fem gen comp pl
πυκνος
with pointed bottom
masc/neut gen comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”